επίφυση

Greek Monolingual

η (Α ἐπίφυσις) επιφύω
1. μεταγενέστερη, πρόσθετη έκφυση στο δέρμα ή σε άλλο μέρος του σώματος, σάρκωμα, εξόγκωμα
2. ανατ. φρ. «επίφυση οστού» — τα δύο άκρα ενός επιμήκους οστού που βρίσκονται από τις δύο πλευρές του κυρίως σώματός του
αρχ.
1. (για φυτά) προσβλάστηση, επαύξηση («ἀεὶ γὰρ ἐπίφυσιν λαμβάνει τὰ δένδρα κατ’ ἐνιαυτόν, ὁμοίως ἔν τε τοῖς ἄνω καὶ ἐν τοῖς περὶ τὰς ῥίζας», Θεόφρ.)
2. ελάττωμα, κακή συνήθεια («τὴν βλαβερὰν ἐπίφυσιν αὐταῖς ῥίζαις ἀπέκοψεν», Φιλ.)
3. ανατ. η σάρκα που βρίσκεται πάνω στο άκρο του οστού, χόνδρος χρήσιμος στην άρθρωση.