επιβουλεύω

Greek Monolingual

και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω)
μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου»)
αρχ.
1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου
2. ετοιμάζω κάτι κρυφά
3. είμαι επιβλαβής
4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βουλεύω «σκέφτομαι»].