επινέμω

Greek Monolingual

ἐπινέμω (Α)
1. διαμοιράζω
2. απονέμω («ἡ φύσις τὰς πρὸς τὴν σύστασιν ἡμῶν ἀφορμάς ἐπινείμασα», Γρηγ. Νύσσ.)
3. βόσκω κοπάδι σε ξένο βοσκότοπο («ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ, τάς βλάβας ὀρῶντες κρινόντων καὶ τιμώντων», Πλατ.)
4. έχω το δικαίωμα νομής
5. (για κοπάδι) βόσκω
6) πλησιάζω, προσεγγίζω
7. μέσ. επινέμομαι
α) βόσκω
β) (για φωτιά ή αρρώστια) διαδίδομαι γρήγορα, εξαπλώνομαι
γ) (για πειρατική συμμορία) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου
δ) (για συνήθεια) διαδίδομαι
ε) τρώω κάτι μετά από κάτι άλλο
στ) τρώω, φθείρω, καταναλώνω
ζ) κατοικώ («ἐπινεμόμενοι μέχρι πρὸς τὸν ὠκεανὸν καθήκουσι», Λουκιαν.)
8. παθ. καταλαμβάνομαι άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέμω «απονέμω, μοιράζω»].