εὐπατρίδης
English (LSJ)
εὐπατρίδου, Dor. εὐπατρίδας, α, ὁ, (πατήρ)
A of good sire, of noble sire, of noble family, of persons, used by Trag. in lyr., S.El.162, E.Alc.920 (anap.), Hipp.152, etc.; εὐ. οἶκοι Id.Ion 1073: also in later Prose, Muson.Fr. 13Bp.69 H.
II Εὐπατρίδες, οἱ, at Athens, the old aristocracy, opp. ἀγροῖκοι (or γεωμόροι Plu. Thes.25) and δημιουργοί, Arist.Ath.13.2, cf. Scol.14, Isoc.16.25, X.Smp.8.40; πένητας Εὐπατρίδας οὐδεὶς ὁρᾷ Alex. 90.3; but τὰ τῶν Εὐ. πάτρια sacred traditions of the Eup., Ath.9.410a and ἐξηγητὴς ἐξ Εὐ. IG3.267, 1335, refer to a particular family of that name.
2 at Rome, Patricians, Plu.Publ.18, Fab.16, etc.
German (Pape)
[Seite 1087] ὁ, von gutem, edlem Vater, von edler Abstammung, adlig; Ὀρέστης Soph. El. 157, vgl. 848; bes. Theseus, Eur. Hipp. 551 u. öfter; οἶκοι Ion 1073; εὐπατρίδαι καὶ ἀπ' ἀμφοτέρων ὄντες ἀριστέων Alc. 920; μάχεσθαι ἀγαθούς τε καὶ εὐπατρίδας Scol. bei Ath. XV, 695 e; vornehm, im Gegensatz der δοῦλοι, Xen. Oec. 1, 17 u. Sp. Bes. in Athen der erste der drei auf Theseus zurückgeführten Stände, Geburtsadel, neben den γεώμοροι u. δημιουργοί; in späterer Zeit hatten sie nur noch gewisse erbliche Priesterwürden, Plut. Thes. 25 D. Sic. 1, 28 Xen. Conv. 8, 40 u. sonst. – Spätere Schriftsteller, wie D. Hal. u. Plut., nennen die römischen Patricier so.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de naissance noble ; particul.
1 à Athènes eupatride, citoyen de la classe noble;
2 à Rome patricien.
Étymologie: εὔπατρις.
Russian (Dvoretsky)
εὐπατρίδης: ου, дор. εὐπατρίδας, α adj. m
1 славного происхождения, знатный (Ὀρέστης Soph.; σύζυγες Eur.);
2 славный, благородный, родовитый (οἶκοι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπᾰτρίδης: -ου, Δωρ. -δας, α, ὁ· (πατήρ): -ἐκ καλοῦ ἢ εὐγενοῦς πατρός, ἐξ εὐγενοῦς οἰκογενείας, ἐπὶ προσώπ., Σοφ. Ἡλ. 162, Εὐρ. Ἄλκ. 920, Ἱππ. 152, κτλ.· ὡσαύτως, εὐπατρίδαι οἶκοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1073. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις κατὰ τοὺς ἀρχαιοτέρους χρόνους οἱ εὐπατρίδαι ἀπετέλουν τὴν πρώτην τάξιν, οἱ γεωμόροι τὴν δευτέραν, οἱ δημιουργοὶ τὴν τρίτην· ὅτε δὲ ἱδρύθη ἡ δημοκρατία, οἱ εὐπατρίδαι, ὡς οἱ Πατρίκιοι ἐν Ρώμῃ, διετήρησαν τὰ ἱεραρχικὰ ἀξιώματα καὶ τὴν ἐπιμέλειαν τῶν ἱερῶν, πρβλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 765, Ἰσοκρ. 351C, Ξεν. Συμπ. 8. 40, Πλουτ. Θησ. 25, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 17. 20· εὐπατρίδαις δὲ γινώσκειν τὰ θεῖα καὶ παρέχειν ἄρχοντας ἀποδοὺς καὶ νόμων διδασκάλους εἶναι καὶ ὁσίων καὶ ἱερῶν ἐξηγητὰς αὐτόθι 1. 112. 5 (ἀποσπ.)· πένητας εὐπατρίδας οὐδεὶς ὁρᾷ Ἄλεξις «Θηβαίοις» 1. 3· οἱ δὲ φιλοβασιλεῖς, ἐξ εὐπατριδῶν ὄντες, μάλιστα τῶν ἱερῶν ἐπεμελοῦντο, συνεδρεύοντες ἐν τῷ βασιλείῳ τῷ παρὰ τὸ βουκολεῖον» Πολυδ. Η΄, 111, ἴδε Thirlw. Ἱστορίαν τῆς Ἑλλάδος τ. 2. σ. 10 κἑξ., Grote τ. 3. κεφ. 10. 2) ἐν Ρώμῃ οἱ Πατρίκιοι, Πλουτ. Ποπλ. 18, Φάβ. 16, κτλ. 3) «εὐπατρίδαι, οἱ αὐτόχθονες καὶ μὴ ἐπήλυδες» Φώτ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ εὐπατρίδης, Α δωρ. τ. εὐπατρίδας)
αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα ή από ευγενείς προγόνους, ο ευγενής, ο αριστοκράτης, ο άρχοντας
αρχ.
1. ως επίθ. (για οίκο) αριστοκρατικός («ἁ τῶν εὐπατριδᾱν γεγῶσ' οἴκων», Ευρ.)
2. (στην αρχαία Αθήνα) η πρώτη από τις τρεις τάξεις που σχηματίστηκαν την εποχή του Θησέως (ευπατρίδαι, γεωμόροι ή αγροίκοι και δημιουργοί)
3. αυτός που ανήκει σε αυτήν την τάξη, επομένως ο επίσημος
4. (στην αρχαία Ρώμη), οι πατρίκιοι
5. (κατά τον Φώτιο) «εὐπατρίδαι, οἱ αὐτόχθονες καὶ μὴ ἐπήλυδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-πατρ- (μηδενισμ. βαθμ. του πατήρ) + -ίδης].
Greek Monotonic
εὐπᾰτρίδης: -ου, Δωρ. -δας, -α, ὁ (πατήρ),
I. αυτός που κατάγεται από καλό ή ευγενή πατέρα, από ευγενική οικογένεια, λέγεται για πρόσωπα, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· εὐπατρίδαι οἶκοι, σε Ευρ.
II. 1. στην Αθήνα, στα αρχ. χρόνια, οι εὐπατρίδαι αποτελούν την πρώτη τάξη (οι Ευγενείς), οι γεωμόροι την δεύτερη, οι δημιουργοί την τρίτη, σε Ξεν.
2. στην Ρώμη, οι Πατρίκιοι, στον ίδ.
Middle Liddell
εὐ-πᾰτρίδης, ου, πατήρ
I. of good or noble sire, of noble family, of persons, Soph., Eur., etc.; εὐπατρίδαι οἶκοι Eur.
II. at Athens in the old time, the εὐπατρίδαι formed the first class (the Nobles), the γεωμόροι the second, the δημιουργοί the third, Xen.
2. at Rome, the Patricians, Xen.