εὔπνοια

English (LSJ)

ἡ,
A easiness of breathing, Hp.Prog.5, Arist.Pr.960b24,al.; ἡ τῆς ζωῆς εὔ. Chrysipp. Stoic.2.238.
II free blowing, ἀνέμων D.S.2.40.
2 airy situation, Arist.Pr.909b5; ἐν εὐπνοίᾳ Thphr. CP 6.16.5; εὔπνοιαι εὐήλιοι dub. l. in Dsc.3.119.
III fragrance, AP12.7 (Strat., in poet. form ἐϋπνοΐη).

German (Pape)

[Seite 1089] ἡ, 1) leichtes, freies Athmen, Hippocr. – 2) guter Luftzug, Arist. probl. 2, 30 u. Folgde; εὐήλιοι εὔπνοιαι, lustige und sonnige Gegenden, Diosc. – 31 gute, freie Ausdünstung, Arist., Theophr. Daher χρωτός, lieblicher Hauch, Strat. 6 (XII, 7).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 respiration facile ou libre;
2 bonne aération;
3 souffle libre;
4 bonne odeur.
Étymologie: εὔπνοος.

Russian (Dvoretsky)

εὔπνοια: Anth. εὐπνοΐη ἡ
1 свободное дыхание Arst.;
2 свободное веяние (ἀνέμων Diod.);
3 открытый воздух (ἡ εὔ. εὔχροιαν ποιεῖ Arst.);
4 благоухание (χρωτός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπνοια: ἡ, εὐκολία περὶ τὴν ἀναπνοήν, Ἱππ. 38. 11, Ἀριστ. Προβλ. 38. 3, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. καλὴ καὶ ἐλευθέρα πνοή, ἀνέμων Διόδ. 2. 40. 2) τοποθεσία εὐάερος, Ἀριστ. Προβλ. 14. 7· ἐν εὐπνοίᾳ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 16, 5· εὔπνοιαι εὐήλιοι Διοσκ. 3. 134. ΙΙΙ. εὐωδία, Ἀνθ. Π. 12. 7, ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ εὐπνοΐη.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὔπνοια και ποιητ. τ. ἐϋπνοΐη)
1. ελεύθερη πνοή, καλή αναπνοή
2. ύπαρξη ευνοϊκών ή υγιεινών ανέμων
3. ιατρ. η κανονική, η φυσιολογική αναπνοή
νεοελλ.-μσν.
ευάρεστη οσμή, ευωδία
αρχ.
1. τόπος ευάερος που προσβάλλεται από ανέμους
2. ευκολία στην αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εύπνο- (του εύπνους) + κατάλ. -ια (πρβλ. δύσπνοια, σύμπνοια)].

Greek Monotonic

εὔπνοια: ποιητ. -ΐη, ἡ,
1. ευκολία, άνεση αναπνοής.
2. ευωδία, ευχάριστη οσμή, άρωμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

1. easiness of breathing.
2. fragrance, Anth. [from εὔπνους