ηβώ
Greek Monolingual
(Α ἡβῶ, -άω, κρητ. τ. ἡβίω, αιολ. τ. ἀβάω) ήβη
1. φθάνω στην ήβη, στην εφηβική ηλικία («ὅταν ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο», Ησίοδ.)
2. βρίσκομαι στην ακμή της ηλικίας («ἀνὴρ οὐδὲ μάλ' ἡβῶν» — άνδρας που δεν έχει φθάσει ακόμη στην ακμή της ηλικίας του, Ομ. Ιλ.)
3. (για πρόσ.) είμαι ζωηρός, σφριγηλός («ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν» — πάντοτε είναι ζωηρή η επιθυμία στους γέροντες να μάθουν τα σωστά, Αισχύλ.)
αρχ.
1. είμαι ευερέθιστος («ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών» — ο λαός επειδή οργίστηκε παραφέρεται νεανικά, Ευρ.)
2. (για πράγματα και καταστάσεις) έχω ζωηρότητα, σφριγηλότητα, δύναμη («ἡβῶντες γάμοι», Οππ.)
3. έχω τα εξωτερικά γνωρίσματα της ανδρικής ηλικίας.