ηλεκτρόνιο

Greek Monolingual

το
φυσ.-χημ.
1. σταθερό στοιχειώδες σωματίδιο που φέρει το στοιχειώδες αρνητικό φορτίο και αποτελεί κύριο συστατικό της δομής τών ατόμων της ύλης
2. η ελάχιστη δυνατή στοιχειώδης ποσότητα αρνητικού ηλεκτρισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electron (πρβλ. ήλεκτρον). Στη νεοελλ. μεταφορά προστέθηκε η κατάλ. -ιο προς αποφυγήν συγχύσεως. Οι νεολατινικές γλώσσες χρησιμοποίησαν το θέμα electr- < αρχ. ελλ. λέξη ήλεκτρον (αγγλ. amber, γαλλ. ambre) για να δηλώσουν την έννοια του ηλεκτρισμού, δανείστηκαν δε τη λέξη αυτούσια για να δηλώσουν το ηλεκτρόνιο. Χρησιμοποιώντας την κατόπιν ως θέμα δημιούργησαν με την προσθήκη της καταλ. -ic (πρβλ. -ικός) το επίθετο electron-ic (πρβλ. ηλεκτρονικός), διαχωρίζοντας έτσι την ορολογία τών ηλεκτρικών και τών ηλεκτρονικών φαινομένων].