θαμβαίνω

English (LSJ)

= θαμβέω, to be astonished at, Pi.O.3.32, v.l. for θαυμαίνω in h.Ven.84.

German (Pape)

[Seite 1185] = θαμβέω, staunen, anstaunen, bewundern, H. h. Ven. 84 Merc. 407.

French (Bailly abrégé)

être frappé d'étonnement, acc..
Étymologie: θάμβος.

Russian (Dvoretsky)

θαμβαίνω: только praes. удивляться, поражаться, с изумлением созерцать (εἶδός τε καὶ εἵματα HH).

Greek (Liddell-Scott)

θαμβαίνω: θαμβέω, θαυμάζω, ἐκθαμβοῦμαι πρός τι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 84, ἔν τινι χειρογρ. ἀντὶ θαυμαίνω· οὕτως ὁ Herm. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 407 (δειμαίνω Baumeister).

English (Slater)

θαμβαίνω admire τόθι δένδρεα θάμβαινε σταθείς (θαύμαινε v.l.) (O. 3.32)

Greek Monolingual

θαμβαίνω (Α) θάμβος
είμαι έκπληκτος, είμαι κατάπληκτος («θάμβαινε σταθείς», Πίνδ.).

Greek Monotonic

θαμβαίνω: = θαμβέω, μένω έκπληκτος, είμαι θαμπωμένος με κάτι, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

= θαμβέω
to be astonished at, Hhymn.