θαυματοποιία

English (LSJ)

ἡ,
A conjuring, juggling, Pl.R. 602d, lamb.Myst.3.29.
II of orators, a straining after the marvellous, Isoc.10.7(pl.).
2 marvellous achievement, D.C.57.21.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτοποιία: ἡ, γοητεία, ἐκτέλεσις πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 602D. ΙΙ. ἐπὶ ῥητόρων, τάσις πρὸς τὸ θαυμάσιον, Ἰσοκρ. 209C· - ὡσαύτως, -ποίησις, εως, ἡ, Εὐστ. Πονημ. 167. 27.

Greek Monolingual

η (Α θαυματοποιία) θαυματοποιός
το έργο του θαυματοποιού, το να κάνει κάποιος θαύματα («ἡ θαυματοποιία και αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για ρήτορες) η τάση προς το θαυμάσιο
2. θαυμάσιο έργο, θαύμα.

Greek Monotonic

θαυμᾰτοποιία: ἡ, γοητεία, εκτέλεση πλαστών θαυμάτων, ταχυδακτυλουργία, ξεγέλασμα, εξαπάτηση, σε Πλάτ.

Middle Liddell

θαυμᾰτοποιία, ἡ,
conjuring, juggling, Plat. [from θαυμᾰτοποιός]

English (Woodhouse)

conjuring