θύμηση

Greek Monolingual

η (Μ θύμηση και θύμησις) θυμούμαι
1. μνήμη, θυμητικό, ενθύμηση («μα πάντα ο νους κι η θύμηση ήτονε μετά κείνη», Ερωτόκρ.)
2. ανάμνηση («οι θύμησες τών παιδικών μου χρόνων»)
3. φρ. α) «δίδω θύμησιν» — υπενθυμίζω κάτι
β. «βάνω κάτι εις θύμηση» ή «για θύμηση» — κάνω κάτι να μείνει στη μνήμη
4. ενθύμιο, θυμητάρι
5. συνήθεια, έθιμο
6. ζωική δυναμικότητα, ζωτικότητα, δύναμη ψυχική («δεν έχει μπλιόν του θύμηση και δύναμη να στέκει», Ερωτόκρ.).