ιππότης

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ ἱππότης, Α επικ. τ. ίππότα, θηλ. ἱππότις, -ιδος)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τιμηθεί με το παράσημο κάποιου τάγματος («ιππότης του Σωτήρος»)
2. άνθρωπος ευγενικός, έντιμος και αξιοπρεπής
νεοελλ.-μσν.
(κατά τον μεσαίωνα) ευγενής, ευπατρίδης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που οδηγεί ή ιππεύει άλογα, έμπειρος της ιππευτικής, ιππέας («οἵ τε ἱππόται καὶ οἱ τὰς λόγχας κάτω τράποντες», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. ιππικόςἱππότης στρατός» — το ιππικό, Πλούτ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος. Η αρχική σημασία της λ. ἱππότης ήταν «οδηγός άρματος» ή «αυτός που αφορά στους ίππους». Με τη σημασία «ευγενής, μέλος τάγματος ευγενών» η λ. πρέπει να είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. chevalier < λατ. caballarius].
(II)
η (Α ἱππότης, -ητος) ίππος
(φιλοσ.) γενική έννοια που προσδιορίζει την ίππεια φύση και περιέχει τα βασικά και σταθερά γνωρίσματα του ίππου ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες του ενός ή του άλλου συγκεκριμένου ίππου.