κίνυμαι

English (LSJ)

[ῑ], = κινέομαι (only in pres. and impf.), go, move, Il.10.280, Od.10.556; ἐς πόλεμον… κίνυντο φάλαγγες they marched... Il. 4.281, cf. 332, etc.; τοῦ καὶ κινυμένοιο as it was stirred... 14.173, cf. A.R.1.1308; of dancing, AP5.128 (Autom.).

German (Pape)

[Seite 1441] = κινέομαι, nur praes. u. impf., sich bewegen; κίνυντο φάλαγγες Il. 4, 332, öfter in dieser Vrbdg; οὐδέ σε λήθω κινύμενος 10, 280; ἔλαιον κινύμενον, umgeschütteltes Oel, 14, 173; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1308. 2, 1078; Automed. 3 (V, 129).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἐκινύμην;
1 se mettre en mouvement, partir : ἐς πόλεμον IL pour la guerre;
2 Pass. être secoué, agité.
Étymologie: R. Κι, mouvoir, cf. κινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίνυμαι [~ κινέω] alleen praes. en imperf. 3 sing. κίνυτο, 3 plur. κίνυντο zich bewegen:. ἐς πόλεμον... κίνυντο φάλαγγες de strijdlinies begaven zich naar de strijd Il. 4.281. geschud worden:. τοῦ καὶ κινυμένοιο als deze (olie) maar even geschud wordt Il. 14.173.

Russian (Dvoretsky)

κίνῠμαι: (κῑ) (только praes. и impf. ἐκινύμην)
1 трогаться, двигаться, отправляться (κίνυντο φάλαγγες Hom.): ὀρχηστρὶς κινυμένη Anth. танцующая плясунья;
2 приводить в движение, двигать, шевелить: ἔλαιον κινύμενον Hom. встряхиваемое масло.

English (Autenrieth)

part. κῖνύμενος = κῖνέομαι, move on, march.

Greek Monolingual

κίννυμαι (Α)
βλ. κίνυμαι.
κίνυμαι και κίννυμαι (Α)
κινούμαι, πορεύομαι («ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κινῶ].

Greek Monotonic

κίνῠμαι: [ῑ], αποθ., κινέομαι, μόνο στον ενεστ. και παρατ., κινούμαι, πορεύομαι, ἐς πόλεμον κίνυντο (Επικ. παρατ.), βημάτιζαν προς τη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· κινυμένοιο, καθώς κινούνταν, στο ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κίνῠμαι: ῑ, ἀποθετ. = κινέομαι (ἀλλὰ μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.), πορεύομαι, κινοῦμαι, ἐς πόλεμον... κίνυντο φάλαγγες, ἔβαινον, ἐκινοῦντο..., Ἰλ. Δ. 281, 332, κτλ.· τοῦ καὶ κινυμένοιο, καθώς ἐκινεῖτο..., Ξ. 173, πρβλ. Κ. 280, Ὀδ. Κ. 556· ἐπὶ ὀρχήσεως, Ἀνθ. Π. 5. 129.

Frisk Etymological English

Meaning: move oneself
See also: s. κινέω and κίω, also σεύω.

Middle Liddell

= κινέομαι] only in pres. and imperf.,]
Dep., to go, move, ἐς πόλεμον κίνυντο (epic imperf.) they were marching to battle, Il.; κινυμένοιο as he moved, Il.

Frisk Etymology German

κίνυμαι: {kí̄numai}
Meaning: sich bewegen
See also: s. κινέω und κίω, auch σεύω.
Page 1,856