κατάγλωττος

English (LSJ)

κατάγλωττον,
A glib, fluent, ἐν τῇ σχολῇ γοργοὶ καὶ κ. Arr.Epict.2.16.20; babbling, garrulous, Gell.1.15.17.
II written in rare or far-fetched language, ποιήματα AP11.218 (Crates), prob. l. in Luc.Lex.25; τὸ κ. τῆς λέξεως D.H.Th.53.

German (Pape)

[Seite 1342] od. κατάγλωσσος, geschwätzig, Gell. N. A. 1, 25; – voll seltener od. veralteter Wörter u. Ausdrücke, D. Hal. ind. Thuc. 53 τὸ κατάγλωσσον τῆς λέξεως καὶ ξένον καὶ ποιητικόν, κατάγλωσσ' ἐποίει τὰ ποιήματα Crates grammat. ep. (XI, 218); vgl. Luc. Lex. 25.

French (Bailly abrégé)

att. c. κατάγλωσσος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάγλωττος -ον [κατά, γλῶττα] vol zeldzame en gezochte woorden.

Russian (Dvoretsky)

κατάγλωττος: атт. = κατάγλωσσος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγλωττος: -ον, πολυλόγος, «πολυλογᾶς», «γλωσσᾶς», Γέλλ. 1. 25, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2.16, 20· πρβλ. κάτοξος. ΙΙ. ποιήματα κ., ποιήματα ἐν γλώσσῃ ἐξεζητημένη καὶ οὐχὶ συνήθει, οἷα τὰ τοῦ Εὐφορίωνος, ἴδε Meineke εἰς Εὐφορ. σ. 47, Ἀνθ. Π. 11. 218· τό κατάγλωττον τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 53· οὕτως ἐν Λουκ. Λεξιφ. 25 ὁ Meineke διορθοῖ, οὐδέ… ἐπαινοῦμεν τοὺς κατάγλωττα (ἀντὶ κατὰ γλῶτταν) γράφοντας ποιήματα· πρβλ. καταγλωττίζω Ι, γλῶσσα ΙΙ. 2.

Greek Monolingual

κατάγλωττος, αττ. τ. κατάγλωσσος, -ον (Α)
1. φλύαρος, πολυλογάς
2. (για ποίημα) ο γραμμένος με σπάνιες και με πολύ εξεζητημένες λέξεις («κατάγλωσσ' ἐποίει τὰ ποιήματα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γλωττος (< γλῶττα «γλώσσα»), πρβλ. έγγλωττος, εύγλωττος].