καταζητώ

Greek Monolingual

(AM καταζητῶ, -έω)
νεοελλ.
1. (για αστυνομική ή δικαστική αρχή) αναζητώ επίμονα, καταδιώκω για σύλληψη ύποπτο ή ένοχο ο οποίος διαφεύγει
2. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) καταζητούμενος, -η, -ο
αυτός που καταδιώκεται για να συλληφθεί
μσν.
1. ερευνώ, εξετάζω
2. ενεργώ ανάκριση
μσν.-αρχ.
ψάχνω να βρω, αναζητώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ζητώ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].