καταθλίβω
English (LSJ)
[ῑ], press down, τοὺς δαλούς Thphr. Ign.23; [τοὺς μαστούς] Sor.1.76; τὸ πνεῦμα Plu.2.133d; καταθλῐβεῖσα ἀναθυμίασις Id.Aem.14.
German (Pape)
[Seite 1349] nieder-, unterdrücken, zerquetschen, Plut.; ἐν βάθει καταθλιβεῖσα ἡ νοτερὰ ἀναθυμίασις Aem. Paul. 14; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-θλίβω neerdrukken, samenpersen.
Russian (Dvoretsky)
καταθλίβω:
1 душить, сдавливать: κ. τὸ πνεῦμα Plut. затруднять дыхание;
2 сгущать, уплотнять: ἡ νοτερὰ ἀναθυμίασις καταθλιβεῖσα Plut. сгустившиеся (в жидкость) влажные испарения.
Greek (Liddell-Scott)
καταθλίβω: μέλλ. -ψω, πιέζω τι ἐπάνω εἴς τι, ἐάν τις καταθλίβῃ τοὺς δαυλοὺς ἀποσβέννυσιν Θεόφρ. π. Πυρὸς 23· καταπιέζω, τὸ πνεῦμα Πλούτ. 2. 133D· καταθλιβεῖσα ἀναθυμίασις ὁ αὐτ. ἐν Αἰμιλ. 14. ῑ, πλὴν ἐν τῷ ἀορ. β΄.
Greek Monolingual
(AM καταθλίβω)
1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω
2. μτφ. καταδυναστεύω, κατατυραννώ
νεοελλ.
καταλυπώ, στενοχωρώ, πικραίνω πολύ
νεοελλ.-μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταθλιμμένος, -η, -ο(ν)
υπερβολικά θλιμμένος.
Greek Monotonic
καταθλίβω: [ῡ], μέλ. -ψω, πιέζω κάτι επάνω σε κάτι άλλο, συμπιέζω· μτχ. Παθ. αορ. βʹ, καταθλῐβείς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ψω
to press down, press out: aor. 2 pass. part. καταθλῐβείς, Plut.