καύμα
Greek Monolingual
και κάμα (ΑΜ καῡμα, -ατος) καίω
1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας του ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ.
β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.)
2. έγκαυμα
μσν.
θυσία
μσν.-αρχ.
μτφ. ψυχικός πόνος, καημός
αρχ.
1. συν. στον πληθ. τὰ καύματα
α) το καλοκαίρι, σε αντιδιαστολή με τον χειμώνα
β) σφοδρό ψύχος
2. η θερμότητα του πυρετού («τοῖς σφόδρα πυρέττουσιν, ἐάν τε ἕν ἱμάτιον, ἐάν τε πολλὰ περιβεβλημένοι τυγχάνωσι, ταυτὸ καῡμα καὶ παραπλήσιον», Πλούτ.)
3. στιγματισμός τών ζώων με κάψιμο
4. η ασβόλη τών θυσιών, τα αποκαΐδια που έμεναν από τη θυσία («ἐπὶ τὰ τῶν ὁρκωμοσίων καύματα χαμαὶ καθίζοντες», Πλάτ.)
5. ξύλο για κάψιμο, καυσόξυλο.