κενώνω
Greek Monolingual
(Α κενῶ, -όω, και επικ. τ. κεινόω, Μ κενώνω) κενός
κάνω κάτι κενό, αδειάζω, χύνω
νεοελλ.-μσν.
μεταγγίζω από ένα δοχείο σε άλλο, σερβίρω
μσν.
1. τρέχω, κυλώ
2. εξαντλώ, καταδαπανώ
μσν.-αρχ.
αφήνομαι κενός, μένω άδειος
αρχ.
1. εγκαταλείπω κάποιο μέρος
2. ιατρ. κάνω κάτι κενό με ελάττωση
3. (και μτφ.) αφαιρώ, βγάζω
4. απορρίπτω
5. δαπανώ
6. μαραίνω, συστέλλομαι, ζαρώνω
7. μηδενίζω
8. καθιστώ κάτι μάταιο
9. (μέσ. και παθ.) κενοῦμαι, -όομαι
απαλλάσσομαι από κάτι
1. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) τα κενούμενα
ιατρ. οι κενώσεις.