κερί
1. επαλείφω με κερί, κηρώνω
2. πήζω, στεγνώνω όπως το κερί
3. μτφ. κιτρινίζω, γίνομαι χλομός, ωχρός, υποκίτρινος σαν κερί από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα, αποσβολώνομαι («μόλις μέ είδε μπροστά του, κέρωσε»)
3. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε κερί ή κηροειδές υγρό για να το κάνω αδιάβροχο.