κιβδηλεύω

English (LSJ)

A adulterate, κ, τὸ νόμισμα Arist.EN1165b12: metaph., τὸ ἀρετῆς νόμισμα Ph.1.241; [νομίσματα] οὐ κεκιβδηλευμένα Ar.Ra.721; of merchandise, Pl.Lg.917b.
II metaph., εὖ κ. τι trick it out, E.Ba.475; counterfeit, τἀληθῆ Max.Tyr.28.3; τὴν ἀληθῆ προφητείαν Ph.2.343, cf.1.156 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1436] verfälschen, bes. Münzen, Gold; οὐ κεκιβδηλευμένοις, ἀλλὰ καλλίστοις ἁπάντων ὡς δοκεῖ νομισμάτων Ar. Ran. 721; τὸ νόμισμα Arist. eth. 9, 3; vgl. B. A. 47, 27; Waaren verfälschen u. damit den Käufer betrügen, Plat. Legg. XI, 917 b; – übh. listig, trüglich reden u. handeln, εὖ τοῦτ' ἐκιβδήλευσας Eur. Bacch. 475.

French (Bailly abrégé)

altérer une monnaie.
Étymologie: κίβδηλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιβδηλεύω [κίβδηλος] vervalsen:; νομίσματα... οὐ κεκιβδηλευμένα niet vervalste munten Aristoph. Ran. 721; πᾶς γὰρ τῶν κατ’ ἀγορὰν ὁ κιβδηλεύων τι ψεύδεται want ieder die iets van zijn marktwaar vervalst, is een leugenaar Plat. Lg. 917b; τοῖς τὸ νόμισμα κιβδηλεύουσιν voor de valse munters Aristot. EN 1165b12; overdr. misleiden:. εὖ τοῦτ’ ἐκιβδήλευσας daarmee heb je me mooi om de tuin geleid Eur. Ba. 475.

Russian (Dvoretsky)

κιβδηλεύω:
1 подделывать, фальсифицировать (τὰ νομίσματα Arph., Arst.; πᾶς κατ᾽ ἀγορὰν ὁ κιβδηλεύων τι ψεύδεται καὶ ἀπατᾷ Plat.);
2 хитрить, увертываться: εὖ τοῦτ᾽ ἐκιβδήλευσας Eur. ловко же ты увернулся (от ответа).

Greek Monolingual

(ΑΜ κιβδηλεύω) κίβδηλος
νοθεύω, παραποιώ ευγενή μέταλλα, κυρίως χρυσό και άργυρο, ή νομίσματα ή εμπορεύματα (α. «τοῖς τὸ νόμισμα κιβδηλεύουσιν», Αριστοτ.
β. «πᾶς γὰρ τῶν κατ' ἀγορὰν ὁ κιβδηλεύων τι ψεύδεται καὶ ἀπατᾱ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. κατασκευάζω κάλπικα νομίσματα, παραχαράσσω μεταλλικά κυρίως νομίσματα
2. μτφ. (για συναισθήματα, αρετές κ.λπ.) εξευτελίζω («κιβδηλεύει την τιμή του»)
αρχ.
μτφ. ενεργώ δόλια, παγιδεύω, εξαπατώ («εὖ τοῦτ' ἐκιβδήλευσας, ἵν' ἀκοῦσαι θέλω», Ευρ.).

Greek Monotonic

κιβδηλεύω: (κίβδηλος),
I. νοθεύω το νόμισμα, σε Αριστοφ. κ.λπ.
II. μεταφ., τεχνάζομαι και εξαπατώ, παγιδεύω, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κιβδηλεύω: (κίβδηλος) νοθεύω τὸ νόμισμα ἀναμιγνύων ἄλλας οὐσίας, τὸ νόμισμα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 3, 2· νομίσματα οὐ κεκιβδηλευμένα Ἀριστοφ. Βάτρ. 721· ὡσαύτως, ἐπὶ ἐμπορευμάτων, Πλάτ. Νόμ. 917Β. ΙΙ. μεταφορ., εὖ κιβδηλεύω τι, τεχνάζομαι καὶ οὕτως ἐξαπατῶ, παγιδεύω, Εὐρ. Βάκχ. 475.

Middle Liddell

κιβδηλεύω, κίβδηλος
I. to adulterate coin, Ar., etc.
II. metaph. to palm off, Eur.