κληρονομιά

Greek Monolingual

και κληρονομία και κλερονομιά, η (AM κληρονομία) κληρονόμος.]
το σύνολο ή το μέρος της περιουσίας το οποίο μετά τον θάνατο του κυρίου και κατόχου του περιέρχεται στην κυριότητα άλλου ή άλλων (α. «πήρε μια μεγάλη κληρονομιά και πλούτισε» β. «ὡμολογεῖτο γὰρ παρὰ πάντων τῆς γυναικὸς εἶναικληρονομία κατά τὴν ἀγχιστείαν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κληρονόμοι, απόγονοι
2. πνευματική ή ψυχική ιδιότητα γονέων, προγόνων, η οποία μεταβιβάζεται στα τέκνα, στους απογόνους
3. φρ. «πνευματική κληρονομία του έθνους» — το σύνολο τών συγγραμμάτων τών προγόνων
μσν.
1. ωφέλεια, απόκτημα
2. ο θρησκευόμενος λαός, οι πιστοί
3. δικαίωμα κληρονομίας
4. κλήρος, μερίδιο γης
5. κτήμα
μσν.-αρχ.
1. μερίδιο, συμμετοχή
2. κατοχή, εξουσία.

Translations

inheritance

Arabic: مِيرَاث‎, إرْثْ‎, وِرْث‎; Hijazi Arabic: ورث‎; Armenian: ժառանգություն; Avar: ирс; Azerbaijani: irs, miras; Bashkir: мираҫ; Berber Tashelhit: ⴰⵢⴷⴰ; Bulgarian: наследство; Catalan: herència; Chinese Mandarin: 遺產/遗产; Dutch: erfenis, erfdeel; Esperanto: heredo; Faroese: ættararvur; Finnish: perintö, perintöosa; French: héritage; Galician: herdanza; German: Erbe, Erbteil; Gothic: 𐌰𐍂𐌱𐌹, 𐌷𐌻𐌰𐌿𐍄𐍃; Greek: κληρονομιά; Ancient Greek: κληρονομία; Hungarian: örökség; Icelandic: dánargjöf, arfleifð; Irish: oidhreacht; Italian: eredità; Japanese: 遺産; Kabuverdianu: erdansa; Kyrgyz: мурас; Latin: herctum; Maori: whakareretanga; Ngazidja Comorian: mafa; Old English: ierfe; Plautdietsch: Oafgoot; Polish: spadek; Portuguese: herança; Romanian: moștenire; Russian: наследство; Sanskrit: रेक्णस्; Scottish Gaelic: oighreachd; Serbo-Croatian: nasledstvo; Slovak: dedičstvo; Spanish: herencia; Swahili: urithi, mirathi; Swedish: arv; Tagalog: mana, manahan; Thai: มรดก; Turkish: miras, bırakıt, tereke; Ukrainian: спадок, спадщина; Walloon: eritaedje, eritance; Welsh: etifeddiad, etifeddiadau; Yiddish: ירושה‎