κοντύλι
Greek Monolingual
και κονδύλι και κονδύλιο(ν), το (Μ κονδύλι[ν])
1. γραφικός κάλαμος
2. πινέλο ζωγράφου
νεοελλ.
1. η γραφίδα από σχιστόλιθο με την οποία έγραφαν στο αβάκιο —στην πλάκα— οι μαθητές
2. το χρηματικό ποσό που διατίθεται για ορισμένη δαπάνη ή που αναγράφεται ως έσοδο ή έξοδο σε έναν προϋπολογισμό
3. το εφάπαξ ή σε διαδοχικές καταχωρίσεις αναγραφόμενο στα λογιστικά βιβλία έξοδο
μσν.
γραφή, γράψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοντύλι < κονδύλι (πρβλ. άντρας < άνδρας) < κονδύλ-ιον, υποκορ. του αρχ. κόνδυλος «κόμπος του καλαμιού», επειδή το καλάμι χρησιμοποιούνταν ως γραφίδα και κοβόταν από κόνδυλο σε κόνδυλο].