κοτσάρω

Greek Monolingual

1. αναρτώ, κρεμώ
2. συνδέω, προσαρτώ, προσκολλώ
3. δίνω ή κάνω κάτι αιφνίδια και ανέλπιστα αντί άλλου το οποίο περίμενε κάποιος («του ζήτησα βοδινό και μού κοτσάρει μοσχαράκι γάλακτος»)
4. φορώ επιδεικτικά κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση («κοτσάρησε τη γούνα και πήγε στη λαϊκή»)
5. προσάπτω κατηγορία, κατηγορώ («του κοτσάρανε πως αυτός έκανε την κατάχρηση τών χρημάτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cozzare «πλήττω (με τα κέρατα)»].