κοφτός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κοπτός, -ή, -όν) κόπτω
κομμένος («κοφτό μακαρονάκι»)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με κοπή ή τομή («κοφτές βεντούζες»)
2. φρ. «κοφτά λόγια» — σταράτες κουβέντες, ξεκάθαρα λόγια
β) «κοφτή κουταλιά» — κουταλιά όχι πολύ γεμάτη, περιεχόμενο κουταλιού που δεν ξεπερνά το χείλος του
αρχ.
1. κοπανισμένος
2. το θηλ. ως ουσ.κοπτή
μικρή αρωματική παστίλια που χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο διεγερτικό ή κατά της δυσπεψίας
3. φρ. «κοπτή σησαμίς» ή, απλώς, «κοπτή» — πίτα από κοπανισμένο σησάμι.
επίρρ...
κοφτά
1. κομμένα
2. φρ. «ορθά κοφτά» — απερίφραστα, χωρίς ελιγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κοφτός < κοπτός (< κόπτω) με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. ράπτης > ράφτης)].