κράξιμο

Greek Monolingual

το (Μ κράξιμον)
νεοελλ.
1. κραυγή, ιδίως ο κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ.
2. κάλεσμα ζώου, ιδίως όρνιθας
3. η απομίμηση της φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά μέσα ή όργανα από τους κυνηγούς
4. σκωπτικά επαναλαμβανόμενο επιφώνημα
5. γελοιοποίηση
μσν.
1. κλήση, πρόσκληση
2. έφεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραξ- του κράζω (πρβλ. αόρ. -κραξ-α) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξιμο, σκούξιμο)].