κυνήγι

Greek Monolingual

το (AM κυνήγιον, Μ και κυνήγιν και κυνήγι) κυνηγός
1. η ενασχόληση του κυνηγού, η οποία συνίσταται στην προσπάθειά του να συλλάβει ή να σκοτώσει πουλιά ή άλλα ζώα που ζουν ελεύθερα στο φυσικό τους περιβάλλον, η θήρα
2. κυνηγότοπος, τόπος κυνηγιού με αφθονία θηραμάτων, όπου οι κυνηγοί συλλαμβάνουν ή σκοτώνουν πουλιά ή άλλα ζώα
3. το ζώο που σκοτώνεται από τον κυνηγό, το θήραμα
νεοελλ.
1. μτφ. επίμονη και συνεχής αναζήτηση ή επιδίωξη, κυνηγητό, κυνήγημα («η δουλειά αυτή είναι καλή, μα για να γίνει θέλει πολύ κυνήγι»)
2. ειδικά μαγειρεμένο κρέας πουλιού ή άλλου ζώου που συλλαμβάνεται ή σκοτώνεται από κυνηγό («του αρέσει πολύ το κυνήγι»)
3. φρ. α) «το κυνήγι του χαμένου θησαυρού» — είδος παιχνιδιού
β) «μέ πήρε στο κυνήγι» — μέ κυνηγά κάποιος
νεοελλ.-μσν.
αφθονία θηραμάτων («έχει πολύ κυνήγι φέτος»)
αρχ.
θηριομαχία σε αμφιθέατρο.

Translations

hunting

Arabic: صَيْد; Egyptian Arabic: صيد; Hijazi Arabic: صيد, قَنص; Armenian: որս; Avar: чанаве ине; Bashkir: һунар, һунарсылыҡ; Bulgarian: лов; Catalan: caça; Chinese Mandarin: 狩獵, 狩猎; Czech: lov; Esperanto: ĉasado; Finnish: metsästys; French: chasse, vènerie; Galician: caza; German: Jagd, Aalen; Greek: κυνήγι, θήρα; Ancient Greek: ἄγρα, ἄγρη, θήρα, θήρη, θηρεία, θήρευσις, θηρευτική, θηρομαχία, θηροσύνα, θηροσύνη, κυναγεσίη, κυνηγεσία, κυνηγέσιον; Hebrew: ציד; Irish: fiach, sealgaireacht, seilg; Italian: caccia; Japanese: 狩猟; Kazakh: аңшылық; Latin: venatio; Macedonian: лов; Malayalam: വേട്ടയാടൽ; Maori: whakangaunga; Old English: huntoþ; Old Turkic: 𐰉; Polish: polowanie; Portuguese: caça; Russian: охота; Sardinian Campidanese: càssa; Logudorese: zera, catza; Sassarese: catza; Southern Sierra Miwok: halki Spanish: caza, cacería, cinegética; Swahili: uwindo; Swedish: jakt; Tamil: வேட்டை; Tocharian B: werke; Ukrainian: полювання; Urdu: شِکار