κυρβασία

English (LSJ)

ἡ,
A Persian bonnet or Persian hat, with a peaked crown, prob. much like the τιάρα (q.v.), Hdt.5.49, 7.64; ὥσπερ βασιλεὺς ὁ μέγας διαβάσκει ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὴν κυρβασίαν τῶν ὀρνίθων μόνος ὀρθήν (sc.ἀλεκτρυών) Ar.Av.487 (cf. Sch.); a cover for a poultice for a woman's breast is compared to it in shape, Hp.Mul.2.186, cf. Aret.CA1.10.
II = Lat. apex (of the flamines), D.H.2.70.

German (Pape)

[Seite 1535] ἡ, eine spitze persische Mütze oder ein Turban; Ar. Av. 487 ἔχων ὥσπερ βασιλεὺς ὁ μέγας διαβάσκει (ὁ ἀλεκτρυών) ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὴν κυρβασίαν τῶν ὀρνίθων μόνος ὀρθήν, denn der König trug allein einen gerade aufgerichteten Turban. Darauf bezieht sich Hesych. Erkl. κορυφὴ ἀλέκτορος, Hahnenkamm; vgl. Her. 5, 49 ἔχοντες κυρβασίας ἐπὶ τῇσι κεφαλῇσι u. 7, 64 περὶ τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπιγμένας. – Bei Hippocr. u. a. Medic. von Kräuterumschlägen über die Brust, bes. über die Brustwarzen.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonnet pointu des Persans.
Étymologie: mot persan.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυρβασία -ας, ἡ tiara (oosters hoofddeksel).

Russian (Dvoretsky)

κυρβᾰσία: ἡ (перс.) кирбасия (островерхая персидская шапка) Her., Arph.

Greek Monolingual

κυρβασία, ιων. τ. κυρβασίη ἡ (Α)
1. είδος καλύμματος του κεφαλιού με οξεία κορυφή, πιθ. η κίδαρις («Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πενηγυίας», Ηρόδ.)
2. κατάπλασμα για τους μαστούς τών γυναικών
3. κατάπλασμα από καταπραϋντικά φάρμακα
4. ο πίλος τών Ρωμαίων ιερέων, η μίτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με χεττιτ. kurpiši «κράνος»].

Greek Monotonic

κυρβᾰσία: ἡ, περσικό κάλυμμα κεφαλιού με αιχμηρή κορυφή, πιθ. περίπου ίδιο με την τιάρα, σε Ηρόδ.· ο βασιλιάς μόνο το φορούσε όρθια, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠρβασία: ἡ, Περσικὸν κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἢ κίδαρις μετὰ ὀξείας κορυφῆς, πιθ. ὁμοία τῇ τιάρᾳ (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 5. 49., 7. 64. ― Μόνος δὲ ὁ βασιλεὺς ἐφόρει αὐτὴν ὀρθίαν, ἴδε Ἀριστοφ. Ὄρν. 487 (ἔνθα παραβάλλει αὐτὴν πρὸς τὸν σαρκώδη λόφον τοῦ ἀλεκτρυόνος), καὶ Σχολ. ἐν τόπῳ, πρβλ. τὸ Πομπηϊακὸν ψηφοθέτημα παριστάνον τὴν ἐν Ἰσσῷ μάχην ἐν τῷ Μουσείῳ Borbonico ἐν Νεαπόλει, καὶ Λεξικ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λ. τιάρα. ― κατάπλασμά τι διὰ μαστὸν γυναικὸς παραβάλλεται πρὸς αὐτὴν κατὰ τὸ σχῆμα, Ἱππ. 666. 34, πρβλ. Ἀρεταί. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: name of a Persian hat wih a pointed crown (Hdt., Hp., Ar.), after H. = ὀρθη τιάρα.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Pers.
Etymology: Groselj Ziva Ant. 4, 172 compres Hitt. (Hurrit.) kurpiši- part of a helmet (?), helmet(?).

Middle Liddell

κυρβᾰσία, ἡ,
a Persian bonnet or hat, with a peaked crown, prob. much like the τιάρα, Hdt.: the King alone wore it upright, Ar.

Frisk Etymology German

κυρβασία: {kurbasía}
Grammar: f.
Meaning: N. einer spitzen persischen Mütze (Hdt., Hp., Ar.), nach H. = ὀρθὴ τιάρα.
Etymology: Grošelj Živa Ant. 4, 172 vergleicht ansprechend heth. (hurrit.) kurpiši- ‘Teil des Helmes (?), Helm(?)’.
Page 2,53