λάρνακα
Greek Monolingual
η (AM λάρναξ, -ακος, ἡ και ὁ)
1. κιβώτιο για εναπόθεση τών οστών ή της τέφρας νεκρού, φέρετρο
2. θήκη άγιων λειψάνων
νεοελλ.
ιατρ. νάρθηκας που χρησιμοποιείται στις παθήσεις της σπονδυλικής στήλης
(μσν. -αρχ.) κουτί για φύλαξη διαφόρων πραγμάτων
αρχ.
1. μεγάλη κιβωτός, όπως η κιβωτός του Δευκαλίωνος
2. σκάφη για πότισμα, ποτίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρουσιάζει επίθημα ίδιο με τους τ. κάμαξ, πίναξ, κλῖμαξ. Πιθ. να έχει προέλθει < νάρναξ, γλώσσα που απαντά στον Ησύχιο και σημαίνει «κιβωτός» (πρβλ. και Ναρνάκιος, επίθ. του Ποσειδώνος) με ανομοιωτική τροπή του αρκτικού ν- σε λ-. Η αναγωγή του τ. σε ΙΕ ρίζα (s)ner- και η σύνδεσή του με λιθουαν. nerti «διαπερνώ» δεν φαίνεται βάσιμη. Τέλος, κατ' άλλη άποψη, η λ. πιθ. να είναι δάνεια].