λιγώνω
Greek Monolingual
(Μ λιγώνω)
1. επιθυμώ πολύ, λιγουρεύμαι
2. (ενεργ. και μέσ.) αισθάνομαι τάση για εμετό ή για λιποθυμία
νεοελλ.
1. επιφέρω λιγούρα, προκαλώ τάση για εμετό ή για λιποθυμία
2. φρ. α) «λίγωσα (ή λιγώθηκα) στην πείνα» — πείνασα πολύ, ξελιγώθηκα
β) «λιγώθηκα στα γέλια» — ξεκαρδίστηκα στα γέλια
μσν.
1. λιγοστεύω, μειώνομαι
2. μέσ. λιγώνομαι
α) χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ
β) εξασθενώ, εξαντλούμαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λιγωμένος, -η, -ον
α) λιπόθυμος, αναίσθητος
β) γοητευμένος, εκστασιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγῶ «ελαττώνω» < ὀλίγος.