λωβώμαι

Greek Monolingual

λωβῶμαι, -άομαι (AM, Α και ιων. τ. λωβοῦμαι, -έομαι και λωβεῡμαι) λώβη
(κυρίως το μεσοπαθ. και σπάν. το ενεργ. λωβῶ, -άω)
1. κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ
2. ζημιώνω, βλάπτω
αρχ.
1. υβρίζω, ενεργώ υβριστικά, προσβάλλω («λώβης... ἣν ἐμὲ λωβήσασθε» — ύβρη με την οποία μέ υβρίσατε, Ομ. Ιλ.)
2. ατιμάζω, διαφθείρω («ἀνδρῶν εὔνιδας λωβώμενοι», Ευρ.)
3. ακρωτηριάζω («ἑωυτὸν λωβᾱται λώβην ἀνήκεστον», Ηρόδ.)
4. επιφέρω άτιμο τέλος, καταστρέφω («ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.)
5. (για βαριά εργασία) καταπονώ («τὰ σώματα λωβῶνται», Αριστοτ.)
6. λεηλατώ, λαφυραγωγώ («τὴν πόλιν ἐμπρήσαντες καὶ κατασκάψαντες καὶ λωβησάμενοι», Πολ.)
7. (για πρόσ.) πάσχω από λέπρα, είμαι λεπρός.