μαγνήτης
Greek Monolingual
ο (AM μαγνήτης)
1. μάζα που αποτελείται από ορυκτά οξείδια του σιδήρου και έχει την ιδιότητα της έλξης και άπωσης υλών από σίδηρο και διάφορα άλλα μέταλλα καθώς και μάζα από σίδηρο και άλλα παρεμφερή υλικά που απέκτησε τεχνητώς την ανωτέρω ιδιότητα
2. κάθε σώμα που έχει την ιδιότητα να έλκει τα μέταλλα
νεοελλ.
μτφ. καθετί που θέλγει, που γοητεύει, που σαγηνεύει («τα μάτια της ήταν μαγνήτες»)
μσν.
πυξίδα
μσν.-αρχ.
(ως επίθ) «μαγνήτης λίθος» — ο μαγνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. Μαγνῆτις (λίθος). Το επίθ. Μαγνῆτις < Μάγνης συνδέεται με την ονομ. της Μαγνησίας (πρβλ. μαγνησία)].
ΠΑΡ. αρχ. μαγνήτινος
νεοελλ.
μαγνητίζω, μαγνητικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. μαγνητογεννήτρια, μαγνητογράφος, μαγνητοηλεκτρικός, μαγνητοηλεκτρισμός, μαγνητοθεραπεία, μαγνητοθερμικός, μαγνητόμετρο, μαγνητο(ο)πτικός, μαγνητοπυρίτης, μαγνητοσκοπώ, μαγνητοστατικός, μαγνητοσυστολή, μαγνητοταινία, μαγνητόφωνο, μαγνητοχημεία. (Β' συνθετικό) νεοελλ. ηλεκτρομαγνήτης].
German (Pape)
sc. λίθος, od. μαγνῆτις, auch μαγνήσιος,
1 der Magnetstein (s. Μάγνης), der früher λίθος Ἡρακλεία hieß, vgl. Plat. Ion 533d, ἐν τῇ λίθῳ, ἣν Εὐριπίδης μὲν μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν; Diosc. und andere Spätere, Ep.adesp. 30 (XII.152).
2 ein dem Silber ähnliches Mineral, das verarbeitet und gedreht wurde, vielleicht eine Talkart, s. Buttmann in Wolfs Anal. II p. 5 ff.