1. κάνω κάτι ή κάποιον μαύρο ή μελανωπό («τον μελάνιασε στο ξύλο»)2. γίνομαι μαύρος ή μελανωπός («μελάνιασα από το κρύο»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μελανιώ κατά τα ρήματα σε -άζω (πρβλ. δειλιῶ: δειλιάζω, χολιώ: χολιάζω)].