μονοπάτι

Greek Monolingual

το (ΑΜ μονοπάτιον, Μ και μονοπάτιν και μονόπατον)
στενό και δύσβατο δρομάκι στο ύπαιθρο ή σε ορεινή περιοχή, σχηματισμένο από τη συχνή διάβαση, στο οποίο μπορεί να βαδίζει ένας μόνο άνθρωπος ή ένα ζώο, ατραπός («τὰς δὲ δημοσίας ὁδούς καὶ τὰ μονοπάτια μὴ ἀποκλειέτωσαν», Λέων. Σοφ.)
νεοελλ.
παροιμ. «το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι» — λέγεται για περιπτώσεις κατά τις οποίες παρακάμπτεται ένα εμπόδιο και επινοείται τρόπος για να διεκπεραιωθεί μια υπόθεση ή να επιλυθεί ένα πρόβλημα
μσν.
(νομ.) διάβαση, πόρος από ένα αγροτικό κτήμα σε άλλο, δουλεία διαβάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πάτι(ον) < πατῶ (πρβλ. σκαλοπάτι)].