μπορώ
Greek Monolingual
-έω και -άω και ημπορώ
1. έχω την απαιτούμενη δύναμη, την ικανότητα ή την ευχέρεια να κάνω κάτι (α. «αυτός μπορεί να κάνει τη νύχτα μέρα» β. «δεν θα μπορέσω να έρθω μαζί σας»)
2. ανέχομαι, υπομένω, αντέχω («δεν μπορώ να τους ακούω άλλο»)
3. (ως απρόσ.) μπορεί
είναι πιθανό, είναι δυνατό, ενδέχεται («μπορεί να μη σέ ξαναδώ»)
5. φρ. «δεν μπορώ» — δεν είμαι καλά, είμαι άρρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐμπορῶ < πορῶ < αρχ. εὐπορῶ < εὔπορος με παρετυμολογική επίδραση του ἔμπορος, ενώ κατ' άλλους η λ. μπορώ < ἐμ-πορῶ < ἔμπορος.