ημπορώ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Greek Monolingual
και μπορώ (Μ ἠμπορῶ και μπορῶ και ἐμπορῶ)
1. έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα ή την ικανότητα να πραγματοποιήσω κάτι
2. κατορθώνω, πετυχαίνω κάτι
3. μού είναι εύκολο να κάνω κάτι, έχω την ευχέρεια για κάτι
4. αντέχω, έχω την ψυχική δύναμη να κάνω κάτι
5. έχω το δικαίωμα ή την εξουσία να κάνω κάτι
6. ξέρω, γνωρίζω, κατέχω («τὶ νὰ λέγω οὐκ ἐμπορῶ», Αχιλλ.)
7. (ως απρόσ.) α) (η)μπορεί
είναι ενδεχόμενο, είναι δυνατόν, είναι πιθανόν, δεν αποκλείεται
β) (συν. με άρν.) δεν (η)μπορεί
δεν είναι δυνατόν, δεν είναι γραφτό, είναι απίθανο, αποκλείεται («οὐδὲν ἐμπορεῖ νὰ τὴν δώσωμεν», Σφρ.)
8. φρ. «δεν (η)μπορώ» — είμαι άρρωστος, είμαι ανήμπορος, δεν έχω δυνάμεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μπορώ].