μυδώ

Greek Monolingual

μυδῶ, -άω (Α)
1. είμαι μούσκεμα, στάζω από την υγρασία («ούδ' ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας», Σοφ.)
2. (για πτώματα) είμαι υγρός λόγω αποσυνθέσεως, λειώνω σαπίζοντας («μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα mud- της ΙΕ ρίζας meu-d-, παρεκτεταμένης (με οδοντικό -d-) μορφής της αρχικής ρίζας meu- «υγρός, μουχλιασμένος, λερώνω, καθαρίζω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. mudira- «νέφος», λιθουαν. maudyti «λούζω», ιρλδ. muad- «ομίχλη» και με τα μύσος, μυλάσασθαι. Ο τ. μυδάω είναι πιθ. μετονοματικό παρ. του μύδος, ενώ κατ' άλλη άποψη πρόκειται για μεταρρηματικό παρ. (άγνωστου ρήματος), οπότε ο τ. μύδος είναι υποχωρητ. παράγωγό του. Ο τ. μυδαλέος συνδέεται με τον ενεστωτικό τ. μυδαίνω κατά το σχήμα ικμαλέος: ικμαίνω].