μόρφωση

Greek Monolingual

η (ΑΜ μόρφωσις) μορφώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μορφώνω, διαμόρφωση, διάπλαση, σχηματισμός
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) ο θεμελιακός προσανατολισμός του ανθρώπου προς τους παράγοντες που καθορίζουν τη ζωή του και η απόκτηση μιας σωστής και αυθεντικής σχέσης με αυτούς
2. (παιδαγ.) η σύμμετρη ανάπτυξη και η εναρμόνιση όλων τών ψυχοπνευματικών δυνατοτήτων του ανθρώπου έτσι ώστε να προκύψει ένα κατά το δυνατόν τέλειο σύνολο
νεοελλ.-μσν.
πνευματική και ψυχική καλλιέργεια, εκπαίδευση, διαπαιδαγώγηση, ανατροφή
αρχ.
1. εξωτερικό σχήμα, όψη, αυτό που φαίνεται
2. ομοιότητα.