νεολαία
English (LSJ)
ἡ, (λεώς, λαός) a band of youths, the youth of a nation, A. Pers.669, Supp.687; θῆλυς ν., of a band of maidens, Theoc.18.24: as adjective, ν. χεὶρ γυναικῶν E.Alc.103.—Dor. word, used by Trag. only in lyr., also in Ar.Fr.67 and in late Prose, Luc.Phal.1.3, Hld.8.16, Hdn.4.9.4, Alciphr.1.6, Herm.in Phdr.p.101A.
German (Pape)
[Seite 242] ἡ, das junge Volk, λαός, die junge Mannschaft; νεολαία γὰρ ἤδη κατὰ πᾶσ' ὄλωλεν, Aesch. Pers. 657; Suppl. 670; γυναικῶν, Eur. Alc. 103; θῆλυς, Theocr. 18, 24; in späterer Prosa, wie Hdn. 3, 4, 2; vgl. Lob. zu Phryn. 404.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
troupe de jeunes gens ; adj. νεολαία χεὶρ γυναικῶν EUR les mains d'une troupe de jeunes femmes.
Étymologie: νέος, λαός.
Russian (Dvoretsky)
νεολαία:
I ἡ λαιός юношество, молодежь Aesch.
II adj. f молодая, юная: ν. χείρ γυναικῶν Eur. руки молодых женщин.
Greek (Liddell-Scott)
νεολαία: ἡ, (λεώς, λαὸς) ὅμιλος νέων, οἱ νέοι τοῦ ἔθνους τινός, Λατ. juventus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 672, Ἱκέτ. 686, Θεόκρ. 18. 24. - Ἡ λέξ. εἶναι Δωρική, ὅθεν κεῖται μόνον ἐν Λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ.· μνημονεύεται ὅμως καὶ ἔκ τινος κωμικοῦ τριμέτρου (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 57) ὑπὸ Φωτ., πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 38· περὶ δὲ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἀλκ. 103, ἴδε ἐν λ. νεαλής.
Greek Monolingual
η (ΑΜ νεολαία, Α ποιητ. τ. νεηλαίη)
το σύνολο τών νεαρών ατόμων και τών δύο φύλων (α. «η νεολαία κάθε εποχής είναι διαφορετική» β. «τετράκις ἑξήκοντα κόραι, θῆλυς νεολαία», θεόκρ.)
αρχ.
ως επίθ. η νεανική («οὐ νεολαία δουπεῖ χεὶρ γυναικῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + λαός + επίθημα -ιᾱ. Η λ. είναι ποιητικό και δωρικό περιληπτικό ουσιαστικό που χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και στον πεζό λόγο].
Greek Monotonic
νεολαία: ἡ (λαός), το σύνολο νέων, οι νέοι ενός έθνους, Λατ. juventus, σε Αισχύλ., Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: group of young men, youth of a nation (A. in lyr., Ar. Fr. 67, Theoc., late prose), also as adj. (E. Alc. 103 [lyr.]; correct?).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Abstract compound from νέος and λαός with ία-suffix: *νεο-λαϜ-ία prop. "what exists of joung people". Cf. Georgacas Glotta 36, 172 f.
Middle Liddell
νεο-λαία, ἡ, λαός
a band of youths, the youth of a nation, Lat. juventus, Aesch., Theocr.
Frisk Etymology German
νεολαία: {neolaía}
Grammar: f.
Meaning: junge Mannschaft (A. in lyr., Ar. Fr. 67, Theok., sp. Prosa), auch als Adj. (E. Alk. 103 [lyr.]; richtig?).
Etymology: Abstrakte Zusammenbildung aus νέος und λαός mit ία-Suffix: *νεολαϝία eig. "was aus jungen Leuten besteht". Vgl. Georgacas Glotta 36, 172 f.
Page 2,304
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό νέος + λεώς λαός. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη νέος.