νεραντζιά
Greek Monolingual
και νεραντζέα, η (Μ νεραντζέα)
κοινή σήμερα ονομασία του εσπεριδοειδούς Citrus aurantium, γνωστού και ως χρυσομηλιά, κιτρομηλιά και ξινονεραντζιά, που καλλιεργείται για καλλωπιστικούς σκοπούς αλλά και για τον όμοιο με πορτοκάλι καρπό του, ο οποίος μολονότι δεν τρώγεται νωπός, χρησιμοποιείται πολύ στην ποτοποιία και στη ζαχαροπλαστική, ενώ από τα άνθη του λαμβάνονται εκλεκτά αιθέρια έλαια που χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεραντζέα (< νεράντζι + κατάλ. -ια) με συνίζηση (πρβλ. συκέα: συκιά)].