νεόνυμφος

English (LSJ)

νεόνυμφον, newly married, Sostrat. ap. Stob.4.20.70, Supp.Epigr.3.216 (ii/i B.C.), IG12(5).472 (Oliaros, i A.D.), Plu.2.310e, f.l. for νεόψηφος in Suet. Ner.39.

German (Pape)

[Seite 243] neu vermählt; Schol. Ar. Ran. 519; κόρη, Luc. Asin. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement marié.
Étymologie: νέος, νύμφη.

Russian (Dvoretsky)

νεόνυμφος: недавно вступивший в брак (κόρη Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόνυμφος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, Σώκρατ. παρὰ Στοβ. 403. 50, Πλούτ. 2. 310Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και νιόνυφη (ΑΜ νεόνυμφος, -ον, Μ και νεόνυφος, -ον, Μ θηλ. και νεόνυμφη και νεόνυφη)
αυτός που μόλις έχει συζευχθεί
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νεόνυμφοι
νιόπαντρο ζευγάρι
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ νεόνυμφη
α) νιόπαντρη κοπέλα, η σύζυγος
β) αυτή που πρόκειται να παντρευτεί, η μνηστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλόνυμφος].