νηκηδής
English (LSJ)
German (Pape)
ές, sorgenlos, Conj. Dindorfs in den Versen bei Plat. Symp. 197c.
Russian (Dvoretsky)
νηκηδής: беззаботный, безмятежный (ὕπνος Plat. - v.l. ἐνὶ κήδει).
Greek (Liddell-Scott)
νηκηδής: -ές, ἄφροντις, ἀμέριμνος, οὗτός (δηλ. ὁ Ἔρως) ἐστιν ὁ ποιῶν, ‘εἰρήνην μὲν ἐν ἀνθρώποις, πελάγει δὲ γαλήνην, νηνεμίαν ἀνέμων, κοίτῃ δὲ ὕπνον νηκηδῆ’ Ποιητ. ἀνώνυμ. ἐν Πλάτ. Συμ. 197C.
Greek Monolingual
νηκηδής, -ές (Α)
ο χωρίς φροντίδες, ξένοιαστος, αμέριμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κηδής (< κήδος «φροντίδα»), πρβλ. ακηδής].