ξάστερος
Greek Monolingual
και ξέστερος, -η, -ο
1. (για τον ουρανό) έναστρος ή ανέφελος, αίθριος
2. διαυγής, καθαρός
3. μτφ. ειλικρινής, άδολος, σαφής.
επίρρ...
ξάστερα και ξέστερα
1. καθαρά, σαφώς
2. χωρίς υποκρισία, ειλικρινά, ανυπόκριτα, σταράτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < ἐξάστερος «γεμάτος αστέρια», με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος, ενώ κατ' άλλη άποψη < επιτ. ξ(ε)- + αστέρι].