ξεμπλέκω
Greek Monolingual
1. απαλλάσσω κάτι από μπλέξιμο ή μπέρδεμα, λύνω κάτι μπλεγμένο (α. «μού πήρε ώρα να ξεμπλέξω τα καλώδια» β. «έχει τόσο μακριά μαλλιά που δεν μπορεί να τά ξεμπλέξει»)
2. απαλλάσσομαι από μπλέξιμο ή από δυσάρεστη υπόθεση, ξεμπερδεύω
3. εξομαλύνω μια κατάσταση («έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, άντε να τά ξεμπλέξεις τώρα»)
4. αποσυμπλέκω, ξεπλέκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + μπλέκω].