ομόνοια

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁμόνοια) ομόνους
ταυτότητα αντιλήψεων, σκέψεων και αισθημάτων, αρμονική συμβίωση, ομοφροσύνη, συμφωνία, σύμπνοια («νυνὶ δὲ πάντες ἂν ὁμολογήσαιτε ὁμόνοιαν μέγιστον ἀγαθὸν εἶναι πόλει», Λυσ.)
αρχ.
1. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τών αριθμών τρία και εννέα
2. ως κύριο όν. Ὁμόνοια
προσωποποίηση της αρμονικής συμβίωσης και της σύμπνοιας μεταξύ τών ανθρώπων
3. το φυτό αργεμώνη
4. (στη στωική φιλοσ.) «ἐπιστήμη κοινῶν ἀγαθῶν».