οὐραγός
English (LSJ)
ὁ, (οὐρά, ἄγω)
A leader of the rearguard, X.An. 4.3.26, Cyr.2.3.22, Plb.6.24.2 and 35.6.
2 rear man in λόχος, Ascl.Tact.2.2, Ael. Tact.5.1, Arr.Tact.5.4.
3 in cavalry, rear man in ῥόμβος, Ascl.Tact.7.2.
4 one of the ἔκτακτοι attached to a τάξις, ib.2.9, Ael.Tact.9.4, Arr.Tact.10.4; to a ἑκατονταρχία of light-armed troops, Ascl.Tact.6.3.
German (Pape)
[Seite 416] den Nachtrab, die Nachhut führend, in dem ὄρθιος λόχος der letzte Mann, welcher, wenn Kehrt gemacht wird, die Stelle des Lochagen vertritt u. diesem im Range zunächst steht, Xen. Cyr. 2, 3, 22 An. 4, 3, 26; Pol. 6, 35, 8 u. Sp. – Übh. das letzte Ende, οὐραγοὶ τῶν καρπίμων, die Spitzen der Halme, woran die Aehren sitzen, Ael. H. A. 1, 43, wenn nicht die Lesart der mss. οὐραχούς auf οὐριάχους führt.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
commandant de l'arrière-garde.
Étymologie: οὐρά, ἡγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
οὐρᾱγός: ὁ начальник арьергарда Xen., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾱγός: ὁ, (οὐρά, ἡγέομαι) ὁ ἀρχηγὸς τῆς ὀπισθοφυλακίας, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 26, Κύρ. 2. 3, 22, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐραγός˙ τῆς οὐρᾶς ὁ ἔσχατος ἡγεμών. καὶ τοῦ εὐωνύμου κέρατος φύλαξ. ὁ δὲ τοῦ δεξιοῦ δεξιοφύλαξ».
Greek Monolingual
ο (Α οὐραγός)
1. ο αρχηγός της ουραγίας, της οπισθοφυλακής
2. ο τελευταίος σε σειρά ή σε κατάταξη
νεοελλ.
1. στρ. υπαξιωματικός που τοποθετείται τελευταίος σε τμήμα το οποίο βρίσκεται σε πορεία
2. ναυτ. το τελευταίο πλοίο σχηματισμού ή νηοπομπής
3. μτφ. ο αχώριστος σύντροφος κάποιου ή, γενικά, ο οπαδός πολιτικής κίνησης, σε αντιδιαστολή προς τον πρωτοπόρο ή τον ηγέτη της
4. ανατ. ο ουραχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + -ᾱγός (< ἄγω), πρβλ. λοχαγός].
Greek Monotonic
Middle Liddell
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὁ ἀρχηγός τῆς ὀπισθοφυλακῆς). Ἀπό τό οὐρά + ἄγω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.