πέμφιγα

Greek Monolingual

η / πέμφιξ, -ιγος, ΝΑ
νεοελλ.
ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους
αρχ.
1. πνοή, φύσημα
2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός
3. σταγόνα, ρανίδα
4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο φέρνει βροχή
5. φάντασμα
6. οίδημα, φουσκαλίδα ή περιοχή στην οποία εμφανίστηκε το οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πέμφ-ιξ, πομφός (πρβλ. βέμβιξ: βόμβος), πομφόλυξ είναι εκφραστικοί ηχομιμητικοί τ. αβέβαιης προέλευσης που θυμίζουν τα: φλύω, οινό-φλυξ, φλύκταινα. Πιθανή είναι η σύνδεση τών τ. με τα λιθουαν. pampti «φουσκώνω», pumpulis «κοίλο αντικείμενο», bumbalas «φυσαλλίδα» και το αρμ. p 'amp'ušt «κύστη, φλύκταινα, φουσκάλα». ' Η αρχική σημ. του τ. πέμφιξ πρέπει να ήταν «πνοή, φύσημα», απ' όπου η σημ. «οίδημα, φλύκταινα». Οι άλλες σημ. του τ. όπως «ακτίνα, σταγόνα, ρανίδα, σύννεφο, φάσμα, φάντασμα» είναι ποιητικές και μεταφορικές].