παράλυσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A secret or illicit undoing or breaking open, ἡ πολυπραγμοσύνη π. τῶν ἀπορρήτων Plu.2.519c (v.l. παράδυσις).
II disabling of the nerves, paralysis, Thphr. Fragmenta 11, Dsc.1.6, Ruf. ap. Orib.8.39.2, Gal. 8.208; also of the eyes, i.e. nystagmus, Cels.6.6.36: generally, π. τῶν σωμάτων, of the effect of strong wine, Com.Adesp. 106.13; ἡ λύπη ψυχῆς π. Cleanth.Stoic.1.130, cf.Plb.30.32.10.
2 = δελφίνιον ΙΙ, Ps.-Dsc.3.73; = κώνειον 1.1, Id.4.78.
III diaeresis (in Gramm.), κατὰ π. Eust. ad D.P.384.

German (Pape)

[Seite 488] ἡ, Lösung, Auflösung, einer Aufgabe, Gramm. – Lähmung der Glieder an einer Seite des Leibes, Medic.; auch ψυχῆς, Pol. 31, 8, 10; neben μανία, D. Sic. 4, 3. – Erbrechung einer verbotenen Sache, Sp., vgl. Plut. curios. 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de laisser se relâcher, de laisser aller ; fig. divulgation.
Étymologie: παραλύω.

Russian (Dvoretsky)

παράλῠσις: εως ἡ
1 расслабление, паралич (τῆς ψυχῆς Polyb.);
2 нарушение, т. е. разглашение (τῶν ἀπορρήτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παράλυσις: ἡ, τὸ λύειν ἐκ τοῦ πλαγίου ἢ κρυφίως· τὸ παρανόμως λύειν ἢ ἀνοίγειν, Πλούτ. 2.519C. II. ἀδυναμία καὶ νέκρωσις τῶν νεύρων ἐν τοῖς μέλεσι τοῦ ἑτέρου μέρους, παράλυσις, Θεοφρ. Ἀποσπ. 11, Γαλην.· καθόλου, π. τῶν σωμάτων, ἐκ τῆς ἐνεργείας ἰσχυροῦ οἴνου, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 16. 13· τῆς ψυχῆς Πολύβ. 31. 8, 10. ΙΙ. διαίρεσις (ἐν τῇ γραμματικῇ), κατὰ παράλυσιν Εὐστ. εἰς Διον. Π. 384. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 709-511.

Greek Monotonic

παράλῠσις: ἡ, χαλάρωση στα πλάγια· παράλυση, αδυναμία, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

παράλῠσις, εως,
a loosening by the side: paralysis, palsy, Theophr.