παραναγιγνώσκω
English (LSJ)
later παραναγινώσκω,
A read beside, compare, collate one document with another, τοὺς λόγους ἡμῶν… π. τοῖς αὑτῶν Isoc.12.17; π. τοὺς νόμους τῷ ψηφίσματι Aeschin.3.201; so π. τὰς συνθήκας τάς τ' ἐφ' ἡμῶν γενομένας καὶ τὰς νῦν ἀναγεγραμμένας Isoc.4.120; παρὰ μαρτυρίας τὰς ῥήσεις D. 18.267, cf. 24.38; read as well, τὰ τῶν ἄλλων Στωϊκῶν βιβλία Gal. 5.244:—Pass., Pl.Tht.172e.
II read publicly, Plb.2.12.4, al., LXX 2 Ma.8.23, PGrenf.2.68.16 (iii A.D.):—Pass., τοῦ νόμου παραναγνωσθέντος LXX 3 Ma.1.12, cf. Ph.2.531.
German (Pape)
[Seite 490] später -γινώσκω (s. γιγνώσκω), neben einander, zur Vergleichung lesen, collationiren, ὑπογραφὴν παραναγιγνωσκομένην, Plat. Theaet. 172 e; παραναγνοίη τὰς συνθήκας Isocr. 4, 120; παρά τι, Dem. 18, 267. 24, 38 u. Folgde, bes. auch dem Richter eine Klage- od. Vertheidigungsschrift vorlesen. Auch = falsch lesen. Pol. S. παραγιγνώσκω.
French (Bailly abrégé)
lire auprès ; lire pour collationner, comparer ou contrôler.
Étymologie: παρά, ἀναγιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αναγιγνώσκω, later παραναγινώσκω ter vergelijking lezen, vergelijken (van documenten of wetten):; εἰ παραναγνοίη τὰς συνθήκας τάς τ’ ἐφ’ ἡμῶν γενομένας καὶ τὰς νῦν ἀναγεγραμμένας als hij de verdragen uit onze tijd zou lezen naast degene die recentelijk zijn opgeschreven Isocr. 4.120; met παρά + acc.. παρ’ ἃς παρανάγνωθι... τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου vergelijk daarmee (met mijn verdiensten) eens de versjes die je steeds verhaspelde Dem. 18.267.
Russian (Dvoretsky)
παραναγιγνώσκω: поздн. παραναγῑνώσκω
1 при чтении сравнивать, сопоставлять, считывать, сличать (τῷ ψηφίσματι τοὺς νόμους Aeschin.; τὰς ῥήσεις παρὰ μαρτυρίας Dem.);
2 публично читать, оглашать (τὰς συνθήκας Polyb.).
Greek Monolingual
και παραναγινώσκω Α αναγιγνώσκω
1. συγκρίνω, παραβάλλω δύο έγγραφα προκειμένου να εντοπίσω τις μεταξύ τους ομοιότητες και διαφορές
2. διαβάζω πάρα πολύ («παραναγινώσκειν τὰ τῶν ἄλλων Στωϊκῶν βιβλία», Γαλ.)
3. αναγιγνώσκω κάτι μπροστά σε κοινό, δημόσια.
Greek Monotonic
παραναγιγνώσκω: έπειτα -γῑνώσκω, μέλ. -αναγνώσομαι·
I. διαβάζω δίπλα σε αντιπαραβολή, έτσι ώστε να συγκρίνω ένα έγγραφο με ένα άλλο, παραναγιγνώσκω παρὰ μαρτυρίας τὰς ῥήσεις, σε Δημ.
II. διαβάζω δημοσίως, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
παραναγιγνώσκω: παρὰ μεταγεν. -γῑνώσκω, ἀναγινώσκω, πλησίον οὕτως ὥστε νὰ παραβάλλω λόγον τινὰ ἢ ἔγγραφόν τι πρὸς ἕτερον, τοὺς λόγους μου ... π. τοῖς αὐτῶν Ἰσοκρ. 236C· π. τῷ ψηφίσματι τοὺς νόμους Αἰσχίν. 82. 35· οὕτω, π. τὰς συνθήκας τὰς τ’ ἐφ’ ἡμῶν γενομένας καὶ τὰς νῦν Ἰσοκρ. 65D· παρ’ ἃς (δηλ. τὰς μαρτυρίας) παρανάγνωθι καὶ σύ μοι τὰς ῥήσεις ἃς ἐλυμαίνου Δημ. 315. 21, πρβλ. 712. 9· -Παθ., Πλάτ. Θεαίτ. 172Ε. ΙΙ. ἀναγινώσκω δημοσίᾳ, Πολύβ. 2. 12, 4, κ. ἀλλ., Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Η΄, 23), καὶ Παθ., τοῦ νόμου παραναγνωσθέντος αὐτόθι (Γ΄, Μακκ. Α΄, 12).
Middle Liddell
later -γῑνώσκω fut. -αναγνώσομαι
I. to read beside, so as to compare one document with another, π. τῷ ψηφίσματι τοὺς νόμους Aeschin.; π. παρὰ μαρτυρίας τὰς ῥήσεις Dem.
II. to read publicly, Polyb.