παραπετώ

Greek Monolingual

-άω
1. ρίχνω κάτι παράμερα ως άχρηστο ή αφήνω κάτι κάπου από αμέλεια ή περιφρόνηση, εγκαταλείπω
2. ρίχνω κάτι σε μεγάλη απόσταση ή απορρίπτω σε υπερβολική ποσότητα ή συχνότερα από όσο πρέπει
3. πετώ σε μεγάλο ύψος ή για πολύ χρόνο.