παραφυλάγω

Greek Monolingual

παραφυλάσσω και αττ. τ. παραφυλάττω, ΝΜΑ
νεοελλ.
ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι
νεοελλ.-μσν.
προφυλάγω, διατηρώ κάτι με προσοχή (α. «τα παραφυλάει τα ρούχα του» β. «τὰ εἴπαμεν εἰς αλλήλους νὰ τὰ παραφυλάσσωμεν, κανεὶς νὰ μὴν τὰ μάθει», Λίβ. Ρόδ.)
νεοελλ.-αρχ.
παρατηρώ προσεκτικά τις κινήσεις κάποιου, παρακολουθώ κάποιον κρυφά
μσν.-αρχ.
φυλάγομαι από κάτι, είμαι προσεκτικός
αρχ.
1. (για στρατιώτες) (ενεργ. και μέσ.) φρουρώ άγρυπνα, προσεκτικά, είμαι φρουρός, κάνω τη βάρδια μου
2. καταβάλλω φροντίδες να διαφυλάξω κάτι, προσέχω μήπως...
3. μέσ. παραφυλάσσομαι και παραφυλάττομαι
προσέχω, φυλάγομαι, αγρυπνώ
4. υπηρετώ ως παραφύλαξ
5. μτφ. προστατεύω, υπερασπίζω («παραφυλάττοντες τὴν ἐκείνων ἐλευθερίαν», Πολ.).