πιάσμα
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πιάνω και πιάνομαι, το πιάσιμο
2. (για δοχεία) η λαβή, το χερούλι («έσπασε το πιάσμα της κανάτας»)
3. το μέσο που χρησιμοποιεί κάποιος για να λάβει, να πιάσει κάτι, η πιάστρα («κατεβάζω το τσουκάλι από τη φωτιά με τα πιάσματα»)
4. η παράλυση, η μόνιμη ή παροδική ακινησία ενός μέλους ή σημείου του σώματος, το πιάσιμο («έχει πιάσμα στη μέση»)
5. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) η σύλληψη, η κυοφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ- του αορ. έ-πιασ-α του πιάνω + κατάλ. -μα (πρβλ. άλεσμα)].